Γυναίκες Ρομά. Μία κατηγορία ανθρώπων που για δεκαετίες βρίσκεται στο περιθώριο και πλέον επιχειρεί να διεκδικήσει όσα στερείται. Μία θέση εργασίας, εκπαίδευση και ψυχική ενδυνάμωση.
Της Ελεάννας Χαραλαμπίδου
Το Κέντρο Πληροφόρησης και Τεκμηρίωσης ΑΝΤΙΓΟΝΗ τους τελευταίους μήνες συνεργάστηκε με τον Φάρο του Κόσμου μέσω του έργου YCOVID17-30 και ήρθε σε επαφή με γυναίκες Ρομά του Δενδροποτάμου, εντοπίζοντας ανάγκες και ελλείψεις που χρειάζεται να καλυφθούν.
Με την έξαρση της πανδημίας πολλές έμειναν μετέωρες στην επαγγελματική τους ζωή, καθώς οι δουλειές με τις οποίες ασχολούνταν περιορίστηκαν πολύ λόγω του Covid. Οι πωλήσεις προϊόντων σε λαϊκές αγορές ή η καθαριότητα σε σπίτια είναι κάποιες από τις δουλειές που πριν την πανδημία μπορούσαν να κάνουν, αλλά πλέον αναγκάζονται να δουλεύουν πολύ λιγότερες ώρες ή και καθόλου. Έτσι οι γυναίκες αυτές βρέθηκαν χωρίς δουλειά, με το βάρος της φροντίδας της οικογένειας και του σπιτιού, αδυνατώντας να βρουν χρόνο για τον εαυτό τους, τρόπο να εκφραστούν και να συζητήσουν για τα προβλήματα και τις σκέψεις τους.
Αυτή η ευκαιρία τους δόθηκε μέσω του προγράμματος YCOVID 17-30, στο οποίο οι εκπαιδεύτριες της ΑΝΤΙΓΟΝΗΣ τις βοήθησαν να αντιληφθούν τη νέα εργασιακή πραγματικότητα και τους τρόπους με τους οποίους μπορείς να ενταχτείς σε αυτήν και να διεκδικήσεις δικαιώματα τα οποία δε γνώριζαν ότι είχαν, όπως το να δημιουργήσουν το βιογραφικό τους, ώστε να μπορέσουν πιο εύκολα να παρουσιάσουν τον εαυτό τους σε έναν πιθανό εργοδότη.
Μία από τις συμμετέχουσες μιλώντας στις εκπαιδεύτριες της ΑΝΤΙΓΟΝΗΣ μοιράζεται τις ανάγκες και τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει καθώς ζει μόνη με το παιδί της στον Δενδροπόταμο.
«Εγώ αυτήν την ώρα ψάχνω μια μόνιμη δουλειά για να συντηρήσω το παιδί μου. Αυτό το παιδί πάει σχολείο, έχει ανάγκες. Δεν το στέλνω φροντιστήριο γιατί δεν έχω να πληρώσω. Όταν έχει απορίες παίρνουμε τη δασκάλα τηλεφωνικώς για να τις λύσει.
Έχω πρόβλημα με το σπίτι, όταν βρέχει τρέχει νερό, το παιδί μου με αυτόν τον καιρό παθαίνει αλλεργικό βρογχικό άσθμα. Πώς μπορώ εγώ να συντηρήσω ένα παιδί όταν δε δουλεύω;».
Εκτός αυτού, το έργο πρόσφερε εργαστήρια ψυχικής ανθεκτικότητας και αυτογνωσίας, δίνοντας την δυνατότητα στις συμμετέχουσες να συζητήσουν, να εκφραστούν και να αφιερώσουν χρόνο στον εαυτό τους ώστε να καταλάβουν τι τους αρέσει και ποια είναι τα όνειρά τους. Μάλιστα, πολλές από τις συμμετέχουσες ενώ ξεκίνησαν πολύ διστακτικά στο πρόγραμμα, χωρίς να μοιράζονται τις σκέψεις τους, όσο περνούσαν οι ημέρες ήταν πιο «ανοιχτές» και αισθάνονταν ασφάλεια να εκφράσουν τα συναισθήματά τους.
«Το πρόγραμμα έδωσε ελπίδα. Το εντυπωσιακό είναι ότι γυναίκες που τις είδαμε μια και δύο φορές να μην μιλάνε, πολύ γρήγορα άνοιξαν την ψυχή τους και μας είπαν πόσο πολύ τους στηρίξαμε. Θυμάμαι να μου λένε «μας ζέστανες την καρδιά, μας γέμισες το μέσα μας» αναφέρει ψυχολόγος Λαμπρινή Γρηγορίου που ανέλαβε το κομμάτι της ψυχικής ανθεκτικότητας των γυναικών κατά τη διάρκεια του έργου.
Στην κοινότητα των Ρομά, ο ρόλος τους ως μητέρες αλλά και ως σύζυγοι τις περιορίζει στο να εργαστούν αλλά και γενικότερα να αφιερώσουν χρόνο στον εαυτό τους. Στην κοινότητα, όπως και γενικότερα, το σύνηθες είναι οι γυναίκες να φροντίζουν το σπίτι και την οικογένεια χωρίς να έχουν προσωπικές ασχολίες, με αποτέλεσμα να αισθάνονται εγκλωβισμένες. Ωστόσο, φαίνεται ότι οι νεαρές γυναίκες αλλάζουν σιγά –σιγά την κατάσταση, όσο αρχίζουν να βγαίνουν από την κοινότητα να μορφώνονται και να ασχολούνται με άλλες δραστηριότητες. Σε αυτό, όπως λένε, έχουν και την στήριξη από τους συζύγους τους, πολλοί από τους οποίους είναι θετικοί στο δικαίωμα της γυναίκας να δουλέψει.
Μέσα από τις εμπειρίες των γυναικών που συμμετείχαν στο έργο προκύπτει ότι οι μεγαλύτερες κάνουν οι ίδιες αναστοχασμό και προσπαθούν να αλλάξουν τις συνθήκες ωθώντας τις νεότερες να ξεχωρίσουν από την κοινότητα. Αυτό συμβαίνει επειδή οι ίδιες αναγνωρίζουν ότι δεν πέρασαν καλά υποταγμένες και θα ήθελαν τα παιδιά τους να μπορέσουν να ζήσουν διαφορετικά Παρόλα αυτά, όπως μοιράστηκαν «Τα παιδιά μας έχουν εμάς ως πρότυπα και νιώθουν πιο ασφαλή να μας μοιάσουν», με αποτέλεσμα πολλές να παραμένουν στις προϋπάρχουσες συνθήκες.
Ακόμα όμως και αν μία γυναίκα Ρομά αποφασίσει να ενταχθεί στην αγορά εργασίας, τα εμπόδια είναι πολλά. Οι προκαταλήψεις και ο ρατσισμός αποτελούν συχνό φαινόμενο, όπως λέει μια συμμετέχουσα η οποία συνάντησε δυσκολίες στον χώρο εργασίας της:
«Δούλευα στις αποθήκες ενός σούπερ μάρκετ και μια μέρα καθάρισα το πάτωμα. Τότε άκουσα μία από τις καθαρίστριες να λέει «Ήρθε η γύφτισσα και μας καθάρισε». Εγώ το λέω ότι είμαι Τσιγγάνα, δεν ντρέπομαι για τη φυλή μου. Οι άλλοι έχουν ρατσισμό».
Αναγκαία κρίνεται και η παρέμβαση μέσω κρατικών σχεδιασμών και υποστήριξης, καθώς για να ενταχθούν οι Ρομά στην αγορά εργασίας πρέπει να δημιουργηθούν κίνητρα στους εργοδότες, να εξασφαλιστεί η μόρφωση των ατόμων αυτών όπως και να υπάρξει υποστήριξη σε εταιρίες και οργανισμούς που θα μπορούσαν να συνεργαστούν με άτομα της κοινότητας Ρομά. Επίσης, διαπιστώθηκε η ανάγκη να ενημερώνονται για τα παραπάνω, καθώς η πληροφορία συχνά δε φτάνει στην κοινότητα, όπως προγράμματα και λειτουργία ΟΑΕΔ, θέσεις εργασίας που προκύπτουν, επιμορφώσεις, προγράμματα επιδότησης εργοδοτών.
Σημαντικό κρίνεται και να μάθουν οι ίδιοι και οι ίδιες τον τρόπο να υπάρχουν στην αγορά. Σύμφωνα με την εκπαιδεύτρια της ΑΝΤΙΓΟΝΗΣ Χρύσα Καρακιτσάκη «πολλές φορές κρύβονται και οι ίδιες πίσω από το ότι τους βλέπουν με άλλο μάτι αποδεχόμενες το γεγονός σαν μια πραγματικότητα. Πιστεύουν εξ αρχής ότι δεν θα τους πάρουν στην δουλειά επειδή είναι Ρομά. Είναι ουσιαστικό να γίνει σωστή εκπαίδευση των ατόμων που αυτές οι ομάδες εμπιστεύονται όπως διαμεσολαβητές και leaders, ώστε να επιτευχθούν οι στόχοι που θέλουμε».
Η Λαμπρινή Γρηγορίου συμπληρώνει:
«Χρειάζεται δουλειά και από τις δύο πλευρές, αφού οι συμπεριφορές αυτές στηρίζονται σε στερεότυπα πάμπολλων χρόνων. Είμαστε υπεύθυνοι όλοι και η λέξη ευθύνη βαραίνει τον καθένα. Το πιο βασικό για να αλλάξει η κατάσταση είναι η πολιτική βούληση, ο κρατικός σχεδιασμός και ο διάλογος των μερών για την συμβίωση παρά τις πολιτισμικές διαφορές».
Προσπάθεια λοιπόν και από τις δύο πλευρές, αλληλοκατανόηση και στήριξη από επίσημους φορείς είναι κάποιες από τις προϋποθέσεις ώστε να ενδυναμωθούν οι γυναίκες Ρομά αλλά και ολόκληρη η κοινότητα, να ευαισθητοποιηθεί η κοινωνία κατανοώντας τα προβλήματα και τις ανάγκες τους και τέλος να μειωθεί ο ρατσισμός και η προκατάληψη εναντίον των Ρομά. Είναι ευθύνη όλων μας για μια πιο συμπεριληπτική κοινωνία.
Photo Credits: Caroline Hernandez on Unsplash