Μενού Κλείσιμο

Ενδοσχολική βία, μη τυπική εκπαίδευση και το «όνειρο» για ένα Δημοκρατικό Σχολείο σήμερα

Περιστατικά βίας και διακρίσεων στα ελληνικά σχολεία έρχονται όλο και συχνότερα στην επιφάνεια μέσω των ΜΜΕ και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Τα φαινόμενα σχολικού εκφοβισμού δεν επηρεάζουν μόνο τα παιδιά που εμπλέκονται, αλλά και τους καθηγητές και τους δασκάλους τους, καθώς και τους γονείς τους, μιας και το σχολείο αποτελεί μια οντότητα οργανική.

Σύμφωνα με τον Γρηγόρη Μοσχόπουλο, φοιτητή στο τμήμα Φιλοσοφίας και Παιδαγωγικής του ΑΠΘ, «το σχολείο δεν αποτελεί απλώς μικρογραφία της κοινωνίας, αλλά είναι μέρος της. Συνδέεται άρρηκτα με αυτή και έχουν μεταξύ τους μία σχέση αλληλεπίδρασης. Είναι, λοιπόν, αναπόφευκτο ό,τι υπάρχει στην κοινωνία να έρχεται και στο σχολείο και το ανάποδο. Εφόσον τα τελευταία χρόνια η κοινωνία βιώνει κάποιες κρίσεις, λ.χ. οικονομική κρίσης, άνοδο της ακροδεξιάς και των φασιστικών λόγων, μεταναστευτικό και προσφυγικό ζήτημα κ.ο.κ, όλα αυτά δεν αφήνουν αλώβητο και ανεπηρέαστο το σχολείο».

Όπως αναφέρει η κυρία Γιούλη Βιτσιλάκη, κλινική ψυχολόγος και εκπαιδευτικός στο 1ο Γυμνάσιο Περαίας, η αύξηση των περιστατικών ενδοσχολικής βίας οφείλεται κυρίως σε παράγοντες όπως το ψυχολογικό προφίλ του θύτη, το οικογενειακό περιβάλλον και η επίδραση που ασκεί, το ψυχολογικό κλίμα του σχολείου, η προβολή βίας από τα Μ.Μ.Ε. και τα κοινωνικά προβλήματα. «Οι σχέσεις των ανθρώπων χαρακτηρίζονται πολλές φορές από βιαιότητα κάθε είδους, που είναι άμεσα συνδεδεμένη με την ανασφάλεια, την ανεργία, τις ελαστικές σχέσεις εργασίας και τις κάθε μορφής ανισότητες. Η πολλαπλή κρίση της σύγχρονης κοινωνίας είναι ένα βασικό αίτιο της έξαρσης της ενδοσχολικής βίας που παρατηρείται τα τελευταία χρόνια. Κρίση οικονομική, οικογενειακή, πνευματική, ηθική οδηγούν σε πράξεις βίας από την νεαρή ηλικία του ατόμου», τονίζει η κυρία Βιτσιλάκη.

Η κυρία Όλγα Παντούλη, διδάσκουσα (ΕΔΙΠ) του Τμήματος Φιλοσοφίας και Παιδαγωγικής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, περιγράφοντας τον τρόπο με τον οποίο τα περιστατικά ενδοσχολικής βίας επηρεάζουν τους μαθητές, λέει χαρακτηριστικά πως «Οι πιο δυνατοί (κοινωνικά και σωματικά) μαθητές/τριες πιέζουν και καταπιέζουν όσα άτομα μπορούν γύρω τους, οι πιο αδύναμοι γίνονται ακόλουθοί τους και οι περιθωριοποιημένοι τα θύματά τους. Τα παιδιά μαθαίνουν ότι η βία είναι όπλο στα χέρια των δυνατών, οι ακόλουθοι μαθαίνουν να υπακούν σε αυτόν που ασκεί την εξουσία για να είναι κοντά στους δυνατούς και να μην κινδυνεύουν να γίνουν θύματά τους, ενώ οι αδύναμοι βιώνουν τον αποκλεισμό και την απελπισία ότι δεν υπάρχει διέξοδος και λύση στην κακοποιητική συμπεριφορά που υφίστανται».

Τα δομικά προβλήματα που παρουσιάζει το εκπαιδευτικό σύστημα στην Ελλάδα, αποτελούν τροχοπέδη για την πρόληψη και την ουσιαστική αντιμετώπιση των περιστατικών ενδοσχολικής βίας. Μία από τις βασικές προκλήσεις που αντιμετωπίζει το εκπαιδευτικό σύστημα της χώρας, αποτελεί το να μπορέσει να ακολουθήσει τις κοινωνικές μεταβολές που συμβαίνουν στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια και να καταφέρει να γίνει περισσότερο συμπεριληπτικό και προσαρμοσμένο στη νέα πραγματικότητα. Σύμφωνα με το Γρηγόρη Μοσχόπουλο, «οι μαθητές και οι μαθήτριες βρίσκουν λιγότερο ελκυστικό και ενδιαφέρον το σχολείο καθώς όλα, τα γνωστικά αντικείμενα, η διδακτική μεθοδολογία, τα αναλυτικά προγράμματα, οι υποδομές κ.λ.π. , αποτυγχάνουν στο να καλύπτουν τις βασικές, κοινωνικές, ή και συναισθηματικές ανάγκες . Αυτό οδηγεί σε πολλές περισσότερες προκλήσεις και προβλήματα. Πρόκειται δηλαδή για ένα σύστημα που δεν ξεκινά από και δεν καταλήγει σε όσα η κοινωνία του 21ου αιώνα προτάσσει». Για την κυρία Όλγα Παντούλη, μία επιπλέον πρόκληση για το εκπαιδευτικό σύστημα αποτελούν οι «αντιστάσεις των εκπαιδευτικών να επιμορφωθούν ή και να αυτομορφωθούν σε νέα επιστημονικά δεδομένα -που θα προάγουν τη βελτίωση των κοινωνικών σχέσεων στο σχολικά περιβάλλοντα- καθώς και σε νέα περιβάλλοντα μάθησης -που θα είναι ελκυστικά για το μαθητικό πληθυσμό και πιο κοντά στις δικές τους συμπεριφορές ως προς τις χρήσεις της τεχνολογίας», ενώ η κυρία Γιούλη Βιτσιλάκη υπογραμμίζει πως «στόχος είναι η ενσωμάτωση όλων των παιδιών στο εκπαιδευτικό σύστημα και η κοινωνική δικαιοσύνη στο σχολείο».

Γίνονται όμως στην πραγματικότητα βήματα προς την κατεύθυνση αυτή, ειδικά σε μια χρονική συγκυρία που εξωγενείς παράγοντες όπως η πανδημία επηρεάζουν σε μεγάλο βαθμό το σύνολο της κοινωνικής ζωής; Για την κυρία Βιτσιλάκη, «κατά τη διάρκεια των μηνών της πανδημίας, οι ανισότητες μεγάλωσαν και η απομάκρυνση από τον φυσικό χώρο του σχολείου για υγειονομικούς λόγους δεν ευνόησαν την περαιτέρω εξέλιξή του στο περιβάλλον αναστοχασμού που θα αγκαλιάζει όλα τα παιδιά και θα ευνοεί την άνθιση της κριτικής τους σκέψης και της δημιουργικότητάς τους», ενώ συμπληρώνει πως «είναι επιτακτική ανάγκη περισσότερο από ποτέ στη χώρα μας, με τις σύγχρονες προκλήσεις που βιώνει, να δημιουργήσουμε ένα σχολείο ανοιχτό στην κοινωνία που να αγκαλιάζει τη διαφορετικότητα και να καλλιεργεί τον σεβασμό των δικαιωμάτων και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Ένα συμπεριληπτικό σχολείο, ένα σχολείο για όλους θα πρέπει να δημιουργεί ίσες ευκαιρίες όπου όλοι μαθαίνουμε να συμβιώνουμε με όλους. Ένα τέτοιο σχολείο επιτρέπει σε όλα τα παιδιά να ζουν και να μαθαίνουν μέσα από την κοινή τους δράση και να ανταποκρίνεται στις διαφορετικές ανάγκες της κάθε μαθήτριας και του κάθε μαθητή ξεχωριστά».

Προς την κατεύθυνση αυτή, οι δράσεις μη τυπικής εκπαίδευσης δείχνουν να αποκτούν τα τελευταία χρόνια μια δυναμική, καθώς εκπαιδευτικοί και μαθητές που συμμετέχουν σε τέτοιου είδους προγράμματα, κατανοούν το πώς αυτά μπορούν να συμβάλλουν σε ουσιαστικές αλλαγές προς την καλλιέργεια ενός αρμονικότερου κλίματος εντός του σχολικού περιβάλλοντος. Για την κυρία Όλγα Παντούλη, οι δράσεις μη τυπικής εκπαίδευσης μπορούν να συμβάλλουν στην πρόληψη και καταπολέμηση των φαινομένων ενδοσχολικής βίας, καθώς «αναδεικνύουν τη σπουδαιότητα του να γίνεσαι ομάδα για καλό σκοπό, μαθαίνεις να έρχεσαι κοντά στα συναισθήματα σου και αναπτύσσεις την ενσυναίσθηση, εκπαιδεύεσαι σε δημοκρατικές διαδικασίες και ασκείς την κριτική σου σκέψη και τέλος χωρίς επιθετική διάθεση μαθαίνεις να εκφράζεις τα επιχειρήματά σου και να δέχεσαι τις απόψεις των άλλων». Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο κύριος Μοσχόπουλος, «αν έχω σε ένα σχολείο προσφυγόπουλα και δέχονται ρατσισμό από άλλα παιδιά,  όσες εκθέσεις και να βάλω στα παιδιά να γράψουν για το ρατσισμό, δεν θα αλλάξει τίποτα. Και αυτό το κενό έρχεται να καλύψει, θεωρώ, η μη τυπική εκπαίδευση. Φέρνει το κομμάτι της βιωματικότητας, της ενεργούς συμμετοχής και του αναστοχασμού και αυτοστοχασμού που απορρέουν από την συμμετοχή. Αυτά είναι που πραγματικά μετασχηματίζουν τους ανθρώπους και δημιουργούν καταστάσεις ειρήνης».

Η πραγματικότητα είναι πως χρειάζονται να γίνουν σημαντικά και γενναία βήματα προς ένα Δημοκρατικό Σχολείο, μέσα σε ένα εξωτερικό περιβάλλον που θέτει όλο και περισσότερα εμπόδια προς την κατεύθυνση αυτή. Για την κυρία Βιτσιλάκη, «το πρώτο και ίσως το πιο σημαντικό βήμα για να δημιουργηθεί ένα ουσιαστικά Σχολείο για όλους και όλες είναι να καθιερωθεί μια φιλοσοφία για τη λειτουργία του σχολείου που να διαπνέεται από τις αρχές της δημοκρατίας και τις ισότητας. Αυτό σημαίνει ότι το σχολείο πρέπει να θέσει μια σειρά από στόχους και να σχεδιάσει την εξελικτική πορεία ανάλογα με τις ανάγκες των παιδιών και σε συνεργασία με τα παιδιά, τις οικογένειες τους εξειδικευμένους επιστήμονες και τα μέλη της τοπικής κοινωνίας που μπορούν να συμβάλλουν στην επίτευξη αυτών των στόχων». Για τον κύριο Μοσχόπουλο είναι σημαντική επίσης και η επιπλέον κατάρτιση των εκπαιδευτικών. «Οι εκπαιδευτικοί είναι αυτοί/αυτές που εφαρμόζουν την εκπαιδευτική πολιτική στην πράξη και είναι αυτοί και αυτές που έχουν την επαφή με τα παιδιά. Αν εκπαιδεύσουμε τους εκπαιδευτικούς και τις εκπαιδευτικούς με βάση κάποιες αρχές μη τυπικής εκπαίδευσης, βιωματικής μάθησης και δημιουργήσουμε μία κουλτούρα δημοκρατίας, ισότητας, ένταξης και, τελικά, ειρήνης όλα θα γίνουν καλύτερα».

Η προσαρμογή όλων των εμπλεκόμενων δρώντων στην εκπαίδευση στις νέες κοινωνικές ανάγκες δείχνει να είναι απαραίτητη για ένα σχολείο που θα παρέχει στους νέους και τις νέες όλα εκείνα τα απαραίτητα εφόδια και τις κοινωνικές δεξιότητες που απαιτούνται στο σύγχρονο περίπολοκο περιβάλλον. Από την άλλη, η αξιοποίηση των εργαλείων που προσφέρει η μη τυπική εκπαίδευση μοιάζει να είναι το κλειδί για την έγκαιρη πρόληψη και την αποτελεσματική διαχείριση των περιστατικών ενδοσχολικής βίας.

Θοδωρής Διαμαντόπουλος

Δημοσιεύτηκε αρχικά ΕΔΩ